- ἀνθαιροῦμαι
- ἀνθαιρέομαιchoosepres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀνθαιρέομαιchoosepres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθαιρούμαι — ἀνθαιροῡμαι ( έομαι) (Α) 1. προτιμώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο, προκρίνω 2. εκλέγω, διορίζω κάποιον στη θέση άλλου 3. διεκδικώ, προβάλλω αξιώσεις … Dictionary of Greek